Ετυμολογία

επεξεργασία
εμφανισιακώς < εμφανισιακ(ός) + -ώς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eɱ.fa.ni.si.aˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμ‐φα‐νι‐σι‐α‐κώς
ομόηχο: εμφανισιακός

  Επίρρημα

επεξεργασία

εμφανισιακώς

  Μεταφράσεις

επεξεργασία