Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εμπότισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
εμπότισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
εμποτίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
εμποτίζω