Ετυμολογία

επεξεργασία
εμπορικό κέντρο < εμπορικός + κέντρο

Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

εμπορικό κέντρο ουδέτερο (ή απλώς εμπορικό)

  • μεγάλος χώρος λιανικού εμπορίου με διάφορα καταστήματα και χώρους αναψυχής

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία