Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εμπλακείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εμπλέκομαι
  2. θα εμπλακείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εμπλέκομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος εμπλέκομαι