Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

εμπεριέχομαι

  1. παθητική φωνή του ρήματος εμπεριέχω
  2. υπάρχω μέσα σε κάτι άλλο

  Μεταφράσεις επεξεργασία