Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εμβολίασε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
εμβολίασε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
εμβολιάζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
εμβολιάζω