εκράν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκράν < (άμεσο δάνειο) γαλλική écran
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεκράν ουδέτερο άκλιτο
- η οθόνη, αναφερόμενο είτε στην μεγάλη οθόνη, την οθόνη του κινηματογράφου , είτε στην οθόνη της τηλεόρασης
- ※ Η παρουσίαση της κριτικής επιτροπής σταμάτησε απότομα και αμήχανα ενώ στο εκράν επροβάλλοντο τα πρόσωπα... (Ταχυδρόμος, τεύχος 14-17)
- ΝΒΑ: Η ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΕΠΕΛΕΞΕ ΤΟΥΣ ΔΙΑΔΟΧΟΥΣ ΤΟΥ ΤΖΟΡΝΤΑΝ, Είδωλα του εκράν (6 Νοεμβρίου 1999, Εφημερίδα Τα Νέα)
- ※ Μπαίνουμε σ' ένα διαμέρισμα και κατευθυνόμαστε κατευθείαν σε μια τηλεόραση για να δούμε υποχρεωτικά ό,τι βγαίνει στο εκράν. (Αλέκος Φασιανός, Το μάτι του ζωγράφου, εκδόσεις Καστανιώτη, 1η έκδοση, σελ. 104)