Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκπόρνευσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
εκπόρνευσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
εκπορνεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
εκπορνεύω