Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκπόρθησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
εκπόρθησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
εκπορθώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
εκπορθώ