Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκπυρσοκρότησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
εκπυρσοκρότησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
εκπυρσοκροτώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
εκπυρσοκροτώ