Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκπολίτισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
εκπολίτισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
εκπολιτίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
εκπολιτίζω