Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εκμηδένισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος εκμηδενίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος εκμηδενίζω