Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εκλαΐκευσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος εκλαϊκεύω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος εκλαϊκεύω