Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκλαΐκευσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
εκλαΐκευσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
εκλαϊκεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
εκλαϊκεύω