εκλάβετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εκλάβετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκλαμβάνω
- θα εκλάβετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκλαμβάνω
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος εκλαμβάνω