Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκθάμβωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
εκθάμβωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
εκθαμβώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
εκθαμβώνω