Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκβιομηχάνισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
εκβιομηχάνισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
εκβιομηχανίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
εκβιομηχανίζω