Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

εκβιομηχάνισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος εκβιομηχανίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος εκβιομηχανίζω