Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκατόστισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
εκατόστισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
εκατοστίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
εκατοστίζω