Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εγκλώβισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
εγκλώβισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
εγκλωβίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
εγκλωβίζω