Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

εγκλημάτησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος εγκληματώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος εγκληματώ