Ετυμολογία

επεξεργασία
δυσφημηγόρος < δυσ- + αρχαία ελληνική φημί, φημ- + -ηγόρος → δείτε τις λέξεις ἀγορά και ἀγορεύω

  Επίθετο

επεξεργασία

δυσφημηγόρος

Συγγενικά

επεξεργασία