Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δυσαρέστησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
δυσαρέστησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
δυσαρεστώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
δυσαρεστώ