δριμόχολο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δριμόχολο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδριμόχολο ουδέτερο
- (ιδιωματικό, μετεωρολογία) ξαφνικός βορειοδυτικός άνεμος κατά τον χειμώνα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δριμόχολο
|
Πηγές
επεξεργασία- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- Κοντομίχης, Πανταζής (2001). Λεξικό του λευκαδίτικου γλωσσικού ιδιώματος (Ιδιωματικό - ερμηνευτικό - λαογραφικό) [Λαογραφικά Λευκάδας, αρ. 7], Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
- Λάζαρης, Χριστόφορος Γ. (1970). Τα λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα: Εκτύπωσις Ευριπίδη Κ. Θέμελη.