Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

δραστηριοποίησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος δραστηριοποιώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος δραστηριοποιώ