Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δραπέτευσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
δραπέτευσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
δραπετεύω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
δραπετεύω