Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δραματοποίησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
δραματοποίησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
δραματοποιώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
δραματοποιώ