Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δοξολόγησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
δοξολόγησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
δοξολογώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
δοξολογώ