δολοφονικῶς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δολοφονικῶς (μαρτυρείται από το 1887)[1] [2] < δολοφονικ(ός) + -ῶς.
Επίρρημα
επεξεργασίαδολοφονικῶς
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «δολοφονικός (& δολοφονικά, -ώς (1887)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ «δολοφονικῶς - Αιών» - σελ. 303, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
ΣτΕ: Στις βραχυγραφίες του λεξικού, ενότητα: Εφημερίδες: Αιών, 44, 87