Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

δολοπλόκησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος δολοπλοκώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος δολοπλοκώ