Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία


  Ρήμα επεξεργασία

δοκεῖ

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

δοκεῖ

  1. γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του δοκῶ (συνηρημένο)
  2. β΄ πρόσωπο ενικού οριστικής μεσοπαθητικού ενεστώτα (δοκοῦμαι) του δοκῶ (συνηρημένο)

3. Δοκει,εδοκει,δοξει,έδοξε,δέδοκται,εδεδοκτο