διχαλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαδιχαλώνω (παθητική φωνή: διχαλώνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διχαλώνω | διχάλωνα | θα διχαλώνω | να διχαλώνω | διχαλώνοντας | |
β' ενικ. | διχαλώνεις | διχάλωνες | θα διχαλώνεις | να διχαλώνεις | διχάλωνε | |
γ' ενικ. | διχαλώνει | διχάλωνε | θα διχαλώνει | να διχαλώνει | ||
α' πληθ. | διχαλώνουμε | διχαλώναμε | θα διχαλώνουμε | να διχαλώνουμε | ||
β' πληθ. | διχαλώνετε | διχαλώνατε | θα διχαλώνετε | να διχαλώνετε | διχαλώνετε | |
γ' πληθ. | διχαλώνουν(ε) | διχάλωναν διχαλώναν(ε) |
θα διχαλώνουν(ε) | να διχαλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διχάλωσα | θα διχαλώσω | να διχαλώσω | διχαλώσει | ||
β' ενικ. | διχάλωσες | θα διχαλώσεις | να διχαλώσεις | διχάλωσε | ||
γ' ενικ. | διχάλωσε | θα διχαλώσει | να διχαλώσει | |||
α' πληθ. | διχαλώσαμε | θα διχαλώσουμε | να διχαλώσουμε | |||
β' πληθ. | διχαλώσατε | θα διχαλώσετε | να διχαλώσετε | διχαλώστε | ||
γ' πληθ. | διχάλωσαν διχαλώσαν(ε) |
θα διχαλώσουν(ε) | να διχαλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διχαλώσει | είχα διχαλώσει | θα έχω διχαλώσει | να έχω διχαλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις διχαλώσει | είχες διχαλώσει | θα έχεις διχαλώσει | να έχεις διχαλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει διχαλώσει | είχε διχαλώσει | θα έχει διχαλώσει | να έχει διχαλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διχαλώσει | είχαμε διχαλώσει | θα έχουμε διχαλώσει | να έχουμε διχαλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε διχαλώσει | είχατε διχαλώσει | θα έχετε διχαλώσει | να έχετε διχαλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διχαλώσει | είχαν διχαλώσει | θα έχουν διχαλώσει | να έχουν διχαλώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία διχαλώνω
|