Ετυμολογία

επεξεργασία
διχαλώνω < διχάλα + -ώνω

διχαλώνω (παθητική φωνή: διχαλώνομαι)

  1. κάνω κάτι να έχει διχάλα, διχαλωτό
  2. καταλήγω σε διχάλα

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία