Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διπλούν ουδέτερο άκλιτο

  1. (λόγιο) που γίνεται δύο φορές ή για δύο πράγματα ή είναι διπλό
  2. (παρωχημένο) το εμβόλιο για διφθερίτιδα και τέτανο

Εκφράσεις επεξεργασία