δικτάκτορας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δικτάκτορας < δικτάτορας, με αναδιπλασιασμό του [kt]
Ανορθογραφία
επεξεργασίαδικτάκτορας αρσενικό
- (προφορικό) λανθασμένη μορφή του δικτάτορας
- ※ Ο καλός δικτάκτορας (Χανιώτικα Νέα, 5/12/2016 [1])