Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δικτακτορία < δικτατορία, με αναδιπλασιασμό του [kt]

Ανορθογραφία επεξεργασία

δικτακτορία θηλυκό