διεύρυνσις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διεύρυνσις (μαρτυρείται από το 1879) [1] < διευρύν(ω) + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιεύρυνσις θηλυκό
- (καθαρεύουσα) η διεύρυνση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 290, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .