Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.eɱ.voˈli.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐εμ‐βο‐λί‐ζο‐μαι

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διεμβολίζομαι, π.αόρ.: διεμβολίστηκα, μτχ.π.π.: διεμβολισμένος