Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διεκτραγώδησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
διεκτραγώδησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
διεκτραγωδώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
διεκτραγωδώ