Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

διεκτραγώδησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος διεκτραγωδώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος διεκτραγωδώ