Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διαφιλονίκησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος διαφιλονικώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος διαφιλονικώ