διαστηματικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαστηματικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαδιαστηματικός, -ή, -όν
- που προχωρά ανά ίσα διαστήματα
- που εκφράζει μια απόσταση
- σχετικός με μια διάσταση
διαστηματικός, -ή, -όν