διασπάθισις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διασπάθισις (μαρτυρείται από το 1886) [1] < διασπαθί(ζω) + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιασπάθισις θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 283, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου