Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διασκόρπισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
διασκόρπισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
διασκορπίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
διασκορπίζω