Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

διασαφήνισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος διασαφηνίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος διασαφηνίζω