Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαπότισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
διαπότισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
διαποτίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
διαποτίζω