Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαπίστωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
διαπίστωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
διαπιστώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
διαπιστώνω