διαπίστευσις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαπίστευσις (μαρτυρείται από το 1886) [1] < διαπιστεύ(ω) + -σις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαπίστευσις θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 282, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου