διανοητικώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διανοητικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διανοητικῶς < αρχαία ελληνική διανοητικ(ός) + -ῶς > -ώς.
Επίρρημα
επεξεργασίαδιανοητικώς
Πηγές
επεξεργασία- διανοητικός, διανοητικώς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας