Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

διαμείνετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαμένω
  2. θα διαμείνετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαμένω
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος διαμένω