Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαλύζω < διαλύω

  Ρήμα επεξεργασία

διαλύζω

  1. (παρωχημένο) διαλύω
  2. (παρωχημένο) εξηγώ, ξεδιαλύνω

  Αναφορές επεξεργασία

  • "Άτακτα, ήγουν παντοδαπών εις την αρχαίαν και την νέαν ελληνικήν γλώσσαν αυτοσχεδίων σημειώσεων, και τινων άλλων υπομνημάτων αυτοσχέδιος συναγωγή", Τόμος δεύτερος, Εν Παρισίοις 1829, σελίδα 406