Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διακωμώδησε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
διακωμώδησε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
διακωμωδώ
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
διακωμωδώ