Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯a.kɾiˈtu/ & /ðʝa.kɾiˈtu/

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

διακριτούαρσενικό ή ουδέτερο