διακριτά μαθηματικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διακριτά μαθηματικά < διακριτά + μαθηματικά, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική discrete mathematics
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαδιακριτά μαθηματικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (μαθηματικά) η μελέτη μαθηματικών δομών που είναι θεμελιωδώς διακριτές αντί για συνεχείς
Υπερώνυμα
επεξεργασίαΥπώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διακριτά μαθηματικά